- μοχθηρότητα
- η [μοχθηρός]μοχθηρία, κακία, ζήλεια και κακότητα για την ευτυχία τών άλλων, κακεντρέχεια, φθόνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβολικότητα — η 1. η πανουργία 2. η μοχθηρότητα 3. η σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χαρίσιο Παπαμάρκου] … Dictionary of Greek